Στην τρίτη συνεδρίαση της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, συνεχίστηκε η έντονη αντιπαράθεση μεταξύ της Υπουργού Εργασίας, Νίκης Κεραμέως, και των κομμάτων της Αντιπολίτευσης αναφορικά με το νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς. Η Υπουργός κάλεσε τα κόμματα να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους σχετικά με τον κατώτατο μισθό πάνω από τα 950 ευρώ, ενώ τα κόμματα της Αντιπολίτευσης την κατηγόρησαν ότι το νομοσχέδιο δεν αντικατοπτρίζει πλήρως το πνεύμα της ευρωπαϊκής οδηγίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την ΕΡΤ, το νομοσχέδιο υποστηρίχθηκε μόνο από τη Νέα Δημοκρατία, ενώ το ΚΚΕ και η Νέα Αριστερά το καταψήφισαν. Τα άλλα κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλάχθηκαν για την επίσημη τοποθέτησή τους στην Ολομέλεια.
Η κυρία Κεραμέως επέκρινε συγκεκριμένα το ΠΑΣΟΚ και κάλεσε τον εισηγητή του, Παύλο Χρηστίδη, να δηλώσει ξεκάθαρα τη θέση του κόμματος του, μετά από δηλώσεις που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο μείωσης του κατώτατου μισθού. Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι το νομοσχέδιο περιορίζει τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, αντί να τις προάγει.
Ο κ. Χρηστίδης από το ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε την κυβέρνηση για διαστρέβλωση των θέσεων των κοινωνικών εταίρων και τόνισε ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στην κυβέρνηση να αλλάζει τους μισθούς κατά το δοκούν. Από την πλευρά του, ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Διονύσης Καλαματιανός, υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο δεν προωθεί τις ελεύθερες συλλογικές συμβάσεις, ενώ αναφέρθηκε και στην ανάγκη επιστροφής του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο τομέα για την εξίσωση των μισθών.
Αντίστοιχες επικρίσεις εξέφρασαν και άλλοι εκπρόσωποι κομμάτων της Αντιπολίτευσης, σημειώνοντας ότι το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει δεσμευτικές προβλέψεις που θα ενισχύσουν την προστασία των εργαζομένων. Με βάση πληροφορίες, ο γενικός εισηγητής του ΚΚΕ, Χρήστος Κατσώτης, υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο νομιμοποιεί αντιεργατικές διατάξεις. Παράλληλα, ο εκπρόσωπος της Ελληνικής Λύσης έκανε λόγο για ακαθόριστο νομοθετικό τοπίο στις αμοιβές των εργαζομένων.
Συνολικά, η αντιπαράθεση αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, παράλληλα με ζητήματα που συνδέονται με την ευρωπαϊκή οδηγία και τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων.